παστερικός

παστερικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γάλλο χημικό και μικροβιολόγο Παστέρ και στις μεθόδους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Γάλλου Pasteur + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”